αναδιαπραγμάτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδιαπραγμάτευση | οι | αναδιαπραγματεύσεις |
γενική | της | αναδιαπραγμάτευσης* | των | αναδιαπραγματεύσεων |
αιτιατική | την | αναδιαπραγμάτευση | τις | αναδιαπραγματεύσεις |
κλητική | αναδιαπραγμάτευση | αναδιαπραγματεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιαπραγματεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναδιαπραγμάτευση < ανα- + διαπραγμάτευση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναδιαπραγμάτευση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναδιαπραγμάτευση
|