αναγκαστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αναγκαστικώς
Πηγές επεξεργασία
- αναγκαστικώς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
αναγκαστικώς