Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανήστευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανήστευτ
ος
η
ανήστευτ
η
το
ανήστευτ
ο
γενική
του
ανήστευτ
ου
της
ανήστευτ
ης
του
ανήστευτ
ου
αιτιατική
τον
ανήστευτ
ο
την
ανήστευτ
η
το
ανήστευτ
ο
κλητική
ανήστευτ
ε
ανήστευτ
η
ανήστευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανήστευτ
οι
οι
ανήστευτ
ες
τα
ανήστευτ
α
γενική
των
ανήστευτ
ων
των
ανήστευτ
ων
των
ανήστευτ
ων
αιτιατική
τους
ανήστευτ
ους
τις
ανήστευτ
ες
τα
ανήστευτ
α
κλητική
ανήστευτ
οι
ανήστευτ
ες
ανήστευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανήστευτος
<
α-
στερητικό
+
νηστεύ(ω)
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈni.ste.ftos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐νή‐στευ‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανήστευτος, -η, -ο
που δεν έχει
νηστέψει
ή δεν μπορεί να
νηστέψει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νηστεύω
και
ἐσθίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανήστευτος
αγγλικά
:
unfasted
(en)