Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανήστευτος η ανήστευτη το ανήστευτο
      γενική του ανήστευτου της ανήστευτης του ανήστευτου
    αιτιατική τον ανήστευτο την ανήστευτη το ανήστευτο
     κλητική ανήστευτε ανήστευτη ανήστευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανήστευτοι οι ανήστευτες τα ανήστευτα
      γενική των ανήστευτων των ανήστευτων των ανήστευτων
    αιτιατική τους ανήστευτους τις ανήστευτες τα ανήστευτα
     κλητική ανήστευτοι ανήστευτες ανήστευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανήστευτος < α- στερητικό + νηστεύ(ω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈni.ste.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νή‐στευ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανήστευτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία