ανάσχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈna.sxo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐σχο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανάσχομαι, στ.μέλλ.: θα ανασχεθώ, αόρ.: ανασχέθηκα, μτχ.π.π.: ανασχεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ανάσχω