Δείτε επίσης: ανάπλαστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάπλατος η ανάπλατη το ανάπλατο
      γενική του ανάπλατου της ανάπλατης του ανάπλατου
    αιτιατική τον ανάπλατο την ανάπλατη το ανάπλατο
     κλητική ανάπλατε ανάπλατη ανάπλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάπλατοι οι ανάπλατες τα ανάπλατα
      γενική των ανάπλατων των ανάπλατων των ανάπλατων
    αιτιατική τους ανάπλατους τις ανάπλατες τα ανάπλατα
     κλητική ανάπλατοι ανάπλατες ανάπλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάπλατος < ανά- στερητικό + πλάτ(ος + -ος. Δε σχετίζεται με το ανάπλαστος ή το αναπλατύνω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.pla.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐πλα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανάπλατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία