ανάμπαιγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάμπαιγμα < αναμπαίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναμπαίζω και ἀνεμπαίζω < αρχαία ελληνική ἀνά και ἐμπαίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάμπαιγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάμπαιγμα