ανάβλεμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάβλεμμα < αρχαία ελληνική ἀνάβλεμμα < ἀνά + βλέμμα < βλέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάβλεμμα ουδέτερο
- το βλέμμα, η ματιά
- κοίταγμα (προς τα επάνω ή προς τα πίσω)
- η εμφάνιση, η όψη
- ※ Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλήν καλοσύνη.
- Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα;, 1904
- ※ Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλήν καλοσύνη.