Δείτε επίσης: ἀνάβλεμμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάβλεμμα τα αναβλέμματα
      γενική του αναβλέμματος των αναβλεμμάτων
    αιτιατική το ανάβλεμμα τα αναβλέμματα
     κλητική ανάβλεμμα αναβλέμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάβλεμμα < αρχαία ελληνική ἀνάβλεμμα < ἀνά + βλέμμα < βλέπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάβλεμμα ουδέτερο

  1. το βλέμμα, η ματιά
  2. κοίταγμα (προς τα επάνω ή προς τα πίσω)
  3. η εμφάνιση, η όψη
    ※  Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλήν καλοσύνη.
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα;, 1904

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία