Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιπαθητικός η αμφιπαθητική το αμφιπαθητικό
      γενική του αμφιπαθητικού της αμφιπαθητικής του αμφιπαθητικού
    αιτιατική τον αμφιπαθητικό την αμφιπαθητική το αμφιπαθητικό
     κλητική αμφιπαθητικέ αμφιπαθητική αμφιπαθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιπαθητικοί οι αμφιπαθητικές τα αμφιπαθητικά
      γενική των αμφιπαθητικών των αμφιπαθητικών των αμφιπαθητικών
    αιτιατική τους αμφιπαθητικούς τις αμφιπαθητικές τα αμφιπαθητικά
     κλητική αμφιπαθητικοί αμφιπαθητικές αμφιπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιπαθητικός < αμφί + παθητικός

  Επίθετο επεξεργασία

αμφιπαθητικός, -η, -ο

  1. (βιολογία): αυτός που παρουσιάζει αντίθετους τροπισμούς.
  2. (βιολογία): μαλάκιο που περιέχει υδροφιλικά και υδροφοβικά συστατικά, όπως π.χ. το φωσφολιπιδικό μαλάκιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία