αμφιπαθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμφιπαθητικός, -η, -ο
- (βιολογία): αυτός που παρουσιάζει αντίθετους τροπισμούς.
- (βιολογία): μαλάκιο που περιέχει υδροφιλικά και υδροφοβικά συστατικά, όπως π.χ. το φωσφολιπιδικό μαλάκιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφιπαθητικός
|