αμπελοτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπελοτόπι | τα | αμπελοτόπια |
γενική | του | αμπελοτοπιού | των | αμπελοτοπιών |
αιτιατική | το | αμπελοτόπι | τα | αμπελοτόπια |
κλητική | αμπελοτόπι | αμπελοτόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπελοτόπι ουδέτερο
- χαρακτηρισμός περιοχής με πολλά αμπελοχώραφα, ή αμπελώνες.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπελοτόπι
|