Δείτε επίσης: ἀμνημόνευτος, αμνήμονας, αμνήμονος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνημόνευτος η αμνημόνευτη το αμνημόνευτο
      γενική του αμνημόνευτου της αμνημόνευτης του αμνημόνευτου
    αιτιατική τον αμνημόνευτο την αμνημόνευτη το αμνημόνευτο
     κλητική αμνημόνευτε αμνημόνευτη αμνημόνευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνημόνευτοι οι αμνημόνευτες τα αμνημόνευτα
      γενική των αμνημόνευτων των αμνημόνευτων των αμνημόνευτων
    αιτιατική τους αμνημόνευτους τις αμνημόνευτες τα αμνημόνευτα
     κλητική αμνημόνευτοι αμνημόνευτες αμνημόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμνημόνευτος < ελληνιστική κοινή ἀμνημόνευτος < αρχαία ελληνική μνημονεύω < μνήμη

  Επίθετο

επεξεργασία

αμνημόνευτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • προ αμνημονεύτων ετών, προ αμνημονεύτων χρόνων: πριν από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, πάρα πολύ παλιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία