αμνημόνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμνημόνευτος < ελληνιστική κοινή ἀμνημόνευτος < αρχαία ελληνική μνημονεύω < μνήμη
Επίθετο επεξεργασία
αμνημόνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μνημονευτεί
- (γενικότερα) που δεν έχει αναφερθεί, που δεν έχει γίνει λόγος γι’ αυτόν για κάποιο χρονικό διάστημα
- (ειδικότερα) που δεν έγινε ονομαστική αναφορά γι’ αυτόν σε θρησκευτική ακολουθία
- (ειδικότερα) που δεν του έγινε μνημόσυνο
Συγγενικά επεξεργασία
- αμνημόνευτα
- → δείτε τις λέξεις μνημονεύω και μνήμη
Εκφράσεις επεξεργασία
- προ αμνημονεύτων ετών, προ αμνημονεύτων χρόνων: πριν από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, πάρα πολύ παλιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμνημόνευτος