Δείτε επίσης: αμνηστευτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνήστευτος η αμνήστευτη το αμνήστευτο
      γενική του αμνήστευτου της αμνήστευτης του αμνήστευτου
    αιτιατική τον αμνήστευτο την αμνήστευτη το αμνήστευτο
     κλητική αμνήστευτε αμνήστευτη αμνήστευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνήστευτοι οι αμνήστευτες τα αμνήστευτα
      γενική των αμνήστευτων των αμνήστευτων των αμνήστευτων
    αιτιατική τους αμνήστευτους τις αμνήστευτες τα αμνήστευτα
     κλητική αμνήστευτοι αμνήστευτες αμνήστευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμνήστευτος < ελληνιστική κοινή ἀμνήστευτος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀμνήστευτος < μνηστεύω

  Επίθετο επεξεργασία

αμνήστευτος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει αρραβωνιαστεί
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει δεσμευτεί σε κάτι

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία