Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμβλύστομος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμβλύστομ
ος
η
αμβλύστομ
η
το
αμβλύστομ
ο
γενική
του
αμβλύστομ
ου
της
αμβλύστομ
ης
του
αμβλύστομ
ου
αιτιατική
τον
αμβλύστομ
ο
την
αμβλύστομ
η
το
αμβλύστομ
ο
κλητική
αμβλύστομ
ε
αμβλύστομ
η
αμβλύστομ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμβλύστομ
οι
οι
αμβλύστομ
ες
τα
αμβλύστομ
α
γενική
των
αμβλύστομ
ων
των
αμβλύστομ
ων
των
αμβλύστομ
ων
αιτιατική
τους
αμβλύστομ
ους
τις
αμβλύστομ
ες
τα
αμβλύστομ
α
κλητική
αμβλύστομ
οι
αμβλύστομ
ες
αμβλύστομ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμβλύστομος
<
αμβλύς
+
στόμα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
αμβλύστομος, -η, ο
που δεν είναι
αιχμηρός
ή
κοφτερός
Συνώνυμα
επεξεργασία
στομωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αμβλύς
και
στόμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμβλύστομος
αγγλικά
:
blunt
(en)