Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμβλύστομος η αμβλύστομη το αμβλύστομο
      γενική του αμβλύστομου της αμβλύστομης του αμβλύστομου
    αιτιατική τον αμβλύστομο την αμβλύστομη το αμβλύστομο
     κλητική αμβλύστομε αμβλύστομη αμβλύστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμβλύστομοι οι αμβλύστομες τα αμβλύστομα
      γενική των αμβλύστομων των αμβλύστομων των αμβλύστομων
    αιτιατική τους αμβλύστομους τις αμβλύστομες τα αμβλύστομα
     κλητική αμβλύστομοι αμβλύστομες αμβλύστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμβλύστομος < αμβλύς + στόμα + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

αμβλύστομος, -η, ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία