αμέθοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμέθοδος | η | αμέθοδη | το | αμέθοδο |
γενική | του | αμέθοδου | της | αμέθοδης | του | αμέθοδου |
αιτιατική | τον | αμέθοδο | την | αμέθοδη | το | αμέθοδο |
κλητική | αμέθοδε | αμέθοδη | αμέθοδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμέθοδοι | οι | αμέθοδες | τα | αμέθοδα |
γενική | των | αμέθοδων | των | αμέθοδων | των | αμέθοδων |
αιτιατική | τους | αμέθοδους | τις | αμέθοδες | τα | αμέθοδα |
κλητική | αμέθοδοι | αμέθοδες | αμέθοδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμέθοδος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααμέθοδος, -η, -ο
- που γίνεται χωρίς την εφαρμογή καμίας μεθόδου
- οι αμέθοδες παρεμβάσεις της κυβέρνησης οδήγησαν τη χώρα στο αδιέξοδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμέθοδος
|