Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλφάς οι αλφάδες
      γενική του αλφά των αλφάδων
    αιτιατική τον αλφά τους αλφάδες
     κλητική αλφά αλφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλφάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλφάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία