αλυσιτελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλυσιτελής | η | αλυσιτελής | το | αλυσιτελές |
γενική | του | αλυσιτελούς* | της | αλυσιτελούς | του | αλυσιτελούς |
αιτιατική | τον | αλυσιτελή | την | αλυσιτελή | το | αλυσιτελές |
κλητική | αλυσιτελή(ς) | αλυσιτελής | αλυσιτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλυσιτελείς | οι | αλυσιτελείς | τα | αλυσιτελή |
γενική | των | αλυσιτελών | των | αλυσιτελών | των | αλυσιτελών |
αιτιατική | τους | αλυσιτελείς | τις | αλυσιτελείς | τα | αλυσιτελή |
κλητική | αλυσιτελείς | αλυσιτελείς | αλυσιτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αλυσιτελής, -ής, -ές
- που δεν μπορεί να επιφέρει ωφέλιμο αποτέλεσμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλυσιτελής
|