Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλσώδης η αλσώδης το αλσώδες
      γενική του αλσώδους της αλσώδους του αλσώδους
    αιτιατική τον αλσώδη την αλσώδη το αλσώδες
     κλητική αλσώδη(ς) αλσώδης αλσώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλσώδεις οι αλσώδεις τα αλσώδη
      γενική των αλσωδών των αλσωδών των αλσωδών
    αιτιατική τους αλσώδεις τις αλσώδεις τα αλσώδη
     κλητική αλσώδεις αλσώδεις αλσώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλσώδης < αρχαία ελληνική ἀλσώδης < ἄλσος + εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

αλσώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με άλσος
  2. που έχει (πολλά) άλση
     συνώνυμα: αλσοβριθής
  3. δασωμένος
     συνώνυμα: κατάφυτος, σκιερός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία