αλσώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλσώδης | η | αλσώδης | το | αλσώδες |
γενική | του | αλσώδους | της | αλσώδους | του | αλσώδους |
αιτιατική | τον | αλσώδη | την | αλσώδη | το | αλσώδες |
κλητική | αλσώδη(ς) | αλσώδης | αλσώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλσώδεις | οι | αλσώδεις | τα | αλσώδη |
γενική | των | αλσωδών | των | αλσωδών | των | αλσωδών |
αιτιατική | τους | αλσώδεις | τις | αλσώδεις | τα | αλσώδη |
κλητική | αλσώδεις | αλσώδεις | αλσώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλσώδης < αρχαία ελληνική ἀλσώδης < ἄλσος + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίααλσώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλσώδης
|