Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Για το θηλυκό: έχει πληθυντικό? Επίσης, αλλού λείπει ο δυϊκός αριθμός στο αρσενικό. ‑‑Sarri.greek  | 16:48, 30 Δεκεμβρίου 2021 (UTC)


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἅλς < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι). Συγγενή: σανσκριτική सलिल (salila), παλαιά αρμενική աղ (), λατινική sal, αγγλοσαξονική sealt, αγγλική salt

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅλς οἱ ἅλες
      γενική τοῦ ἁλός τῶν ἁλῶν
      δοτική τῷ ἁλῐ́ τοῖς ἁλσῐ́(ν)
ἅλασι(ν)
    αιτιατική τὸν ἅλ τοὺς ἅλᾰς
     κλητική ! ἅλς ἅλες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλε
γεν-δοτ τοῖν  ἁλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἅλς' όπως «ἅλς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἅλς αρσενικό, γενική: ἁλός

  1. αλάτι
  2. άρμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἅλς
      γενική τῆς ἁλός
      δοτική τῇ ἁλῐ́
    αιτιατική τὴν ἅλ
     κλητική ! ἅλς
3η κλίση, Κατηγορία 'ἅλς' όπως «ἅλς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἅλς θηλυκό, γενική: ἁλός

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
αλ-, αλατ- 

  Πηγές επεξεργασία