Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλλοτριώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοτριώνω
  2. θα αλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοτριώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αλλοτριώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλλοτρίωση