αλλοτριώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλλοτριώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοτριώνω
- θα αλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοτριώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αλλοτριώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλλοτρίωση