αλλοιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοιωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλλοιωτικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.li.o.tiˈkos/ (συγκρίνετε με το αλλιώτικος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λοι‐ω‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αλλοιωτικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοιωτικός
|