Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληλασφάλεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αλληλασφάλιση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλληλασφάλει
α
οι
αλληλασφάλει
ες
γενική
της
αλληλασφάλει
ας
των
αλληλασφαλει
ών
αιτιατική
την
αλληλασφάλει
α
τις
αλληλασφάλει
ες
κλητική
αλληλασφάλει
α
αλληλασφάλει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αλληλασφάλεια
<
αλληλο-
+
ασφάλεια
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
αλληλασφάλεια
θηλυκό
αμοιβαία
ασφάλεια
, κατά την οποία ο κάθε
ασφαλιζόμενος
είναι ταυτόχρονα και
ασφαλιστής
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
Αλληλασφάλεια (ναυτιλία)
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αλληλασφάλεια
αγγλικά
:
mutual
insurance
(en)