Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαξιέρα οι αλλαξιέρες
      γενική της αλλαξιέρας
    αιτιατική την αλλαξιέρα τις αλλαξιέρες
     κλητική αλλαξιέρα αλλαξιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλαξιέρα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.laˈksçe.ɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλαξιέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία