αλιμάριστων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αλιμάριστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλιμάριστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλιμάριστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλιμάριστος
αλιμάριστων