αλιακάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλιακάς | οι | αλιακάδες |
γενική | του | αλιακά | των | αλιακάδων |
αιτιατική | τον | αλιακά | τους | αλιακάδες |
κλητική | αλιακά | αλιακάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλιακάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλιακάς αρσενικό
- (νομικός όρος, ιστορία, επί Τουρκοκρατίας) τσιφλίκι ή τμήμα του που η κατοχή του είναι μοιρασμένη σε πολλούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλιακάς
|