αλητοπαρέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλητοπαρέα θηλυκό
- κακή συντροφιά συνήθως ανδρών ή στην οποία μπορεί να συμμετέχουν και λίγες γυναίκες, παρέα με άσχημες συνήθειες
- παρέα που διασκεδάζει ανέμελα και ίσως κάπως ανεύθυνα, όπου η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται όμως και τρυφερά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλητοπαρέα
|