αλιτήριος
(Ανακατεύθυνση από αλητήριος)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλιτήριος < αρχαία ελληνική ἀλιτήριος
Επίθετο
επεξεργασίααλιτήριος, -α, -ο
- που δεν έχει ηθικούς φραγμούς και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα
αλιτήριος, -α, -ο