αλευρόσουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευρόσουπα | οι | αλευρόσουπες |
γενική | της | αλευρόσουπας | — | |
αιτιατική | την | αλευρόσουπα | τις | αλευρόσουπες |
κλητική | αλευρόσουπα | αλευρόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με βασικό υλικό διάφορα είδη αλευριού
- (γαστρονομία) χυλός με αλεύρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρόσουπα
|
Πηγές επεξεργασία
- αλευρόσουπα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)