Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρόσουπα οι αλευρόσουπες
      γενική της αλευρόσουπας
    αιτιατική την αλευρόσουπα τις αλευρόσουπες
     κλητική αλευρόσουπα αλευρόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρόσουπα < αλεύρι + -ο- + σούπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρόσουπα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) σούπα με βασικό υλικό διάφορα είδη αλευριού
  2. (γαστρονομία) χυλός με αλεύρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία