Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλευροποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλευροποι
ός
οι
αλευροποι
οί
γενική
του
αλευροποι
ού
των
αλευροποι
ών
αιτιατική
τον
αλευροποι
ό
τους
αλευροποι
ούς
κλητική
αλευροποι
έ
αλευροποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλευροποιός
<
αλεύρι
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλευροποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) εκείνος που παράγει
άλευρα
με το
μύλο
του ή άλλο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία
αλευροποιία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευροποιός