αλευροπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροπαραγωγή θηλυκό
- παραγωγή αλεύρων κατά μονάδα παραγωγής, ημερήσια, εβδομαδιαία, μηνιαία, ετήσια, ή συνολικά κατά τόπο, διοικητική περιφέρεια, εγχώρια ή διεθνής.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροπαραγωγή
|