Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροζυγός οι αλευροζυγοί
      γενική του αλευροζυγού των αλευροζυγών
    αιτιατική τον αλευροζυγό τους αλευροζυγούς
     κλητική αλευροζυγέ αλευροζυγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροζυγός < αλεύρι + ζυγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροζυγός αρσενικό

  1. αυτόματη αλευρομηχανή, ζύγισης αλεύρων, για την ενσάκιση αυτών
  2. παρελκόμενο τμήμα αλευροσακιστικής μηχανής
  3. παρεμβαλλόμενη μηχανή ζύγισης αλεύρων στη γραμμή παραγωγής των αλευροβιομηχανιών, ή αλευροβιοτεχνιών για την παρακολούθηση της ωριαίας παραγωγής των επιμέρους τμημάτων.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ουσιαστικά ο αλευροζυγός, (εκτός γραμμής), διακόπτει επαναληπτικά τη ροή αλεύρων από την αλευρχοάνη σε προκαθορισμένο βάρος
  • αλευροζυγοί χρησιμοποιούνται και στην αρτοποιία

  Μεταφράσεις επεξεργασία