• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλεποπορδή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλεποπορδή οι αλεποπορδές
      γενική της αλεποπορδής των αλεποπορδών
    αιτιατική την αλεποπορδή τις αλεποπορδές
     κλητική αλεποπορδή αλεποπορδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλεποπορδή < → δείτε τις λέξεις αλεπού και πορδή

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.le.po.poɾˈði/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
αλεποπορδή θηλυκό
  • είδος φαγώσιμου μανιταριού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλεποπορδή
  • αγγλικά : puffball (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλεποπορδή&oldid=7112839"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 17:24

Γλώσσες

    • English
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 17:24.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας