ακυρωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακυρωσία < (ελληνιστική κοινή) ἀκυρωσία < ἀκυρόω < ἄκυρος < κῦρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακυρωσία θηλυκό
- (νομικός όρος) η ακύρωση μιας νομικά κατοχυρωμένης πράξης λόγω κάποιου νομικού κωλύματος ή ελαττώματός της
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακυρωσία