πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοδέσμη οι ακτινοδέσμες
      γενική της ακτινοδέσμης των (ακτινοδεσμών)
    αιτιατική την ακτινοδέσμη τις ακτινοδέσμες
     κλητική ακτινοδέσμη ακτινοδέσμες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινοδέσμη < ακτινο- + δέσμη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτινοδέσμη θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία