ακτινογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινογραφικός < ακτινογραφία + -ικός, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radiographique)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kti.no.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐γρα‐φι‐κός
- ομόηχο: ακτινογραφικώς
Επίθετο επεξεργασία
ακτινογραφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την ακτινογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινογραφικός