↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινογραφικός η ακτινογραφική το ακτινογραφικό
      γενική του ακτινογραφικού της ακτινογραφικής του ακτινογραφικού
    αιτιατική τον ακτινογραφικό την ακτινογραφική το ακτινογραφικό
     κλητική ακτινογραφικέ ακτινογραφική ακτινογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινογραφικοί οι ακτινογραφικές τα ακτινογραφικά
      γενική των ακτινογραφικών των ακτινογραφικών των ακτινογραφικών
    αιτιατική τους ακτινογραφικούς τις ακτινογραφικές τα ακτινογραφικά
     κλητική ακτινογραφικοί ακτινογραφικές ακτινογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινογραφικός < ακτινογραφία + -ικός, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radiographique)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kti.no.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐γρα‐φι‐κός
ομόηχο: ακτινογραφικώς

  Επίθετο

επεξεργασία

ακτινογραφικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία