Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακροστασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ακροστασί
α
οι
ακροστασί
ες
γενική
της
ακροστασί
ας
των
ακροστασι
ών
αιτιατική
την
ακροστασί
α
τις
ακροστασί
ες
κλητική
ακροστασί
α
ακροστασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακροστασία
<
ακρο-
+
στάση
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακροστασία
θηλυκό
είδος
σωματικής
άσκησης
ή
στάσης
, κατά την οποία σηκώνουμε το
σώμα
αργά, καθώς στηριζόμαστε στα
ακροδάχτυλα
των
ποδιών
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άκρος
και
στάση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακροστασία
αγγλικά
:
standing
(en)
on
(en)
tiptoe
(en)