ακροπάθεια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακροπάθεια < ακρο- + -πάθεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακροπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση των χεριών και κυρίως των ποδιών που προκαλεί έλκη και αναισθησία στον πόνο και στη θερμότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακροπάθεια