Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροκεφαλία οι ακροκεφαλίες
      γενική της ακροκεφαλίας των ακροκεφαλιών
    αιτιατική την ακροκεφαλία τις ακροκεφαλίες
     κλητική ακροκεφαλία ακροκεφαλίες
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται σπάνια.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροκεφαλία < (λόγιο δάνειο) γαλλική acrocéphalie < acrocéphale + -ie

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.ce.faˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐κε‐φα‐λί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροκεφαλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία