(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριδάτος η ακριδάτη το ακριδάτο
      γενική του ακριδάτου της ακριδάτης του ακριδάτου
    αιτιατική τον ακριδάτο την ακριδάτη το ακριδάτο
     κλητική ακριδάτε ακριδάτη ακριδάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριδάτοι οι ακριδάτες τα ακριδάτα
      γενική των ακριδάτων των ακριδάτων των ακριδάτων
    αιτιατική τους ακριδάτους τις ακριδάτες τα ακριδάτα
     κλητική ακριδάτοι ακριδάτες ακριδάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριδάτος < ακρίδα + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

ακριδάτος, -η, -ο

  1. αυτός που φέρεται με ακρίδες
  2. (αργκό) ο ματσαράγκας, ο πονηρός, ο καταφερτζής (στη γλώσσα των κακοποιών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία