ακριδάτος
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακριδάτος, -η, -ο
- αυτός που φέρεται με ακρίδες
- (αργκό) ο ματσαράγκας, ο πονηρός, ο καταφερτζής (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακριδάτος
|