Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακρεμόνας οι ακρεμόνες
      γενική του ακρεμόνα των ακρεμόνων
    αιτιατική τον ακρεμόνα τους ακρεμόνες
     κλητική ακρεμόνα ακρεμόνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Με κόκκινο χρώμα οι ακρεμόνες

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρεμόνας < ακρεμών < αρχαία ελληνική ἀκρεμών < ἄκρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρεμόνας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία