ακουομέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακουομέτρηση | οι | ακουομετρήσεις |
γενική | της | ακουομέτρησης | των | ακουομετρήσεων |
αιτιατική | την | ακουομέτρηση | τις | ακουομετρήσεις |
κλητική | ακουομέτρηση | ακουομετρήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακουομέτρηση θηλυκό
- εσφαλμένη μορφή του ακοομέτρηση