ακετυλχολίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακετυλχολίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακετυλχολίνη θηλυκό
- (βιολογία, φαρμακευτική) ουσία του νευρικού ιστού που λειτουργεί ως μεταφορέας νευρικού παλμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακετυλχολίνη
|