↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαπίστρωτος η ακαπίστρωτη το ακαπίστρωτο
      γενική του ακαπίστρωτου της ακαπίστρωτης του ακαπίστρωτου
    αιτιατική τον ακαπίστρωτο την ακαπίστρωτη το ακαπίστρωτο
     κλητική ακαπίστρωτε ακαπίστρωτη ακαπίστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαπίστρωτοι οι ακαπίστρωτες τα ακαπίστρωτα
      γενική των ακαπίστρωτων των ακαπίστρωτων των ακαπίστρωτων
    αιτιατική τους ακαπίστρωτους τις ακαπίστρωτες τα ακαπίστρωτα
     κλητική ακαπίστρωτοι ακαπίστρωτες ακαπίστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαπίστρωτος < α- στερητικό + καπιστρώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαπίστρωτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία