αιτωλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτωλικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αιτωλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Αιτωλία ή τους Αιτωλούς
- (ιστορία) η Αιτωλική Συμπολιτεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτωλικός
|