αισθητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αισθητικότητα θηλυκό
- η ευαισθησία στην αντίληψη, πρόσληψη και φανέρωση του κάλλους, του ωραίου
- αντιληπτική ικανότητα μέσω των αισθήσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισθητικότητα