Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αινιγματώδης η αινιγματώδης το αινιγματώδες
      γενική του αινιγματώδους της αινιγματώδους του αινιγματώδους
    αιτιατική τον αινιγματώδη την αινιγματώδη το αινιγματώδες
     κλητική αινιγματώδη(ς) αινιγματώδης αινιγματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αινιγματώδεις οι αινιγματώδεις τα αινιγματώδη
      γενική των αινιγματωδών των αινιγματωδών των αινιγματωδών
    αιτιατική τους αινιγματώδεις τις αινιγματώδεις τα αινιγματώδη
     κλητική αινιγματώδεις αινιγματώδεις αινιγματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αινιγματώδης < αρχαία ελληνική αἰνιγματώδης < αἴνιγμα

  Επίθετο επεξεργασία

αινιγματώδης,-ης,-ες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία