Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αινιγματολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αινιγματολογί
α
οι
αινιγματολογί
ες
γενική
της
αινιγματολογί
ας
των
αινιγματολογι
ών
αιτιατική
την
αινιγματολογί
α
τις
αινιγματολογί
ες
κλητική
αινιγματολογί
α
αινιγματολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αινιγματολογία
θηλυκό
η
γριφολογία
, ο
αινιγματικός
-
αινιγματώδης
-
γριφώδης
λόγος, ομιλία γεμάτη
γρίφους
η ενασχόληση με
γρίφους
(ή με την επίλυσή τους)