αιμορροϊδεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμορροϊδεκτομή < αιμορροΐδα + εκτομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμορροϊδεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η (χειρουργική) εκτομή των αιμορροΐδων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμορροϊδεκτομή
|