αιγαλιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιγαλιώτικος < Αιγαλιώτης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίααιγαλιώτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με το Αιγάλεω και τους Αιγαλιώτες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Αιγάλεω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιγαλιώτικος
|