αθάνατοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αθάνατοι < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του επιθέτου αθάνατος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αθάνατοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- οι θεοί στο σύνολό τους, ιδίως οι Ολύμπιοι θεοί
- τα μέλη της Ακαδημίας
- τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής
- στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από επίλεκτους στρατιώτες του περσικού στρατού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθάνατοι
|