αθάμβωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αθάμβωτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αθάμπωτος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θάμβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθάμβωτος
|