Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροψεκασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αεροψεκασμ
ός
οι
αεροψεκασμ
οί
γενική
του
αεροψεκασμ
ού
των
αεροψεκασμ
ών
αιτιατική
τον
αεροψεκασμ
ό
τους
αεροψεκασμ
ούς
κλητική
αεροψεκασμ
έ
αεροψεκασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροψεκασμός
<
αέρας
+
-ο-
+
ψεκασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροψεκασμός
αρσενικό
ο
ψεκασμός
από
ιπτάμενο
μέσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροψεκασμός
αγγλικά
:
aerial spraying
(en)
,
crop spraying
(en)
,
crop-dusting
(en)